του Νίκου Γράκχου
Τί σχέση μπορείς να δημιουργήσεις με έναν άγνωστο άνθρωπο σε δέκα λεπτά; Συγκίνησης, αλήθειας, ταύτισης. Το σημείο είναι τόσο
οριακό που το άκουσμα μιας φράσης μπορεί να ξεκλειδώσει τους ανθρώπους, να τους συγκινήσει. Αρκεί μια δεκάλεπτη βόλτα, καλή καρδιά και διάθεση να ακούσεις.
Πάντα έπιανα κουβέντα στους ταξιτζήδες. Ειδικά με τον σάλο που είχε ξεσπάσει πέρυσι τέτοιον καιρό με το νόμο του Ραγκούση, ήθελα να μάθω, να ακούσω τη γνώμη τους, να βολιδοσκοπήσω τις σκέψεις μιας "συντεχνίας". Δεν το χα συνειδητοποιήσει μέχρι χτες. Όλοι οι ταξιτζήδες μου φαίνονταν ίδιοι. Ορκισμένοι κανίβαλοι με συντεχνιακή λογική, που γαμούσαν το κράτος όταν θίγονταν τα συμφέροντά τους. Και με αυτό το στερεότυπο άνοιγα έναν δρομολογημένο και ήδη πραγματοποιημένο στο μυαλό μου, διάλογο μαζί τους. Χτες κατάλαβα πως ο υποκριτής κανίβαλος ήμουν εγώ, που έδινα ταμπέλες στους ανθρώπους πριν τους γνωρίσω.
Επέστρεφα από ένα πάρτυ γεμάτο από συζητήσεις. Θρησκεία, πολιτική, οικονομία. Από τραπέζι σε τραπέζι να παριστάνω την αυθεντία. Μισοζαλισμένος μετά από δυο ποτά, ψιλοσκασμένος από τη ζέστη, σε μια απίστευτη υπερένταση, μου ήταν αδύνατον να πάρω το μοναδικό λεωφορείο που βολτάρει τα ξημερώματα στην Εγνατία και φορτώνει τα ξενυχτισμένα πλήθη για να τα πάει σπίτι τους. Επέλεξα την ακριβή άνεση του ταξί (ο καπίταλος).
- Καλησπέρα , λέω ανοίγοντας την πόρτα.
- Καλημέρα πασά μου, τρεις το πρωί είναι.
- Θέμα συνήθειας. Θα με πετάξεις μέχρι τη Μπότσαρη;, ενώ είχα στρογγυλοκαθίσει στο κάθισμα.
- Όπου θέλεις.
Ωραίος τύπος, χαλαρός, με ένα γυαλί κατεβασμένο στη μέση της μύτης του, να εξετάζει τον επιβάτη. Πόσους μουρλούς να έχει συνοδεύσει σπίτι τους;
- Ζέστη.
- Καλά είναι σήμερα. Δροσούλα έχει. Δεν θα χρειαστεί να ανοίξουμε και κλιματιστικό απόψε για να κοιμηθούμε.
- Πώς πάει η δουλειά;
- Χάλια, πώς να πάει;
- Και τί δεν πάει χάλια, θα μου πεις.
- Αλυσίδα είνα πασά μου. Αν δεν τραβάει το ένα, δεν τραβάνε όλα. Τα πάει όλα πίσω.
- Πόσο πιο πίσω, όμως; Δεν αντέχει άλλο ο κόσμος.
- Έχει και άλλο πίσω. Έχει ακόμα το βαρέλι για τον πάτο.
Ρυτιδιασμένος, αξύριστος, εξέπεμπε μια μαγκιώρικη σοφία, μια σιγουριά που δεν απαιτούσαι να χεις διαβάσει τόμους για να την αποκτήσεις. Δέκα χρόνια στην πιάτσα αρκούσαν. Μαγνήτιζε το βλέμμα του, σπινθηροβόλο. Κάθε φορά που απαντούσε έστρεφε το κεφάλι δεξιά, έσκυβε ελαφρώς και ανασήκωνε τα μάτια του σαν εξεταστής. Δε ξέρω τί συνέβη. Λίγο η υπερένταση, λίγο η συσσωρευμένη πικρία, βρέθηκα να τον ρωτάω με πάθος:
- Πόσο, πόσο, πόσο πια για να πιάσουμε πάτο; Πού θα φτάσουμε; Πόύ;
Σα να χε ο ταξιτζής την απόλυτη αλήθεια. Μια αυθεντία χρειαζόμουν να προβλέψει το δυσοίωνο μέλλον μας.
- Έχουμε ακόμα, μου απάντησε με έναν αλαζονικό κυνισμό.
Ηρέμησα. Η αυθεντία επισφράγησε τον φόβο μου. Έχουμε ακόμα.
Άλλωστε αυτό που σε κάνει να φοβάσαι είναι η αβεβαιότητα μήπως και ο φόβος σου είναι παράλογος. Ηρέμησα.
-Δικό σου το ταξί;
Το κοίταξε και γελώντας σαρκαστικά. ξεκίνησε τον μονόλογο που περίμενα.
-Της τράπεζας. Σε όσους με ρωτούν αυτό λέω. Όλα δικά τους δεν είναι; Αυτοί μου το πήραν, σε αυτούς το χρωστάω. Αλλά ζω για να τους ξεχρεώνω. Επιστρέφω στο σπίτι και με ρωτάει η γυναίκα μου αν έβγαλα μεροκάματο, λες και είναι βαλτή να με κάνει να νιώσω ανεπαρκής. Της έχω πει να πάψει να μου κάνει τέτοιες ερωτήσεις. Λες και δεν βλέπει. Δουλεύω για να πληρώνω φόρους. Ευτυχώς δουλεύει και αυτή και μπορούμε και ζούμε. Μια πληρώνω το ένα και αφήνω το άλλο. Μια πληρώνω το άλλο και αφήνω το ένα. Προσπαθώ, προσπαθώ. Με καταλαβαίνεις;
-Όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε.
- Υπάρχουν και χειρότερα. Πάντα υπάρχουν και χειρότερα. Δεν βλέπεις τα πρεζόνια; Κάθε μέρα και περισσότερα. Ο κόσμος πηδάει από τα μπαλκόνια. Οι ελπίδες του διαψεύστηκαν. Πάντα υπάρχουν χειρότερα. Πάντα. Αλλά μας έχουν πάρει την ελπίδα οι αλήτες. Φτάσαμε.
Έβγαλα τα ψιλά που είχα στο πορτοφόλι μου.
-Στην υγειά των φόρων, ευχήθηκα και του τα έδωσα. Πήγα να καληνυχτίσω.
-Περίμενε πασά μου. Πόσο χρονών είσαι;
-21
- Νιάτο είσαι. Άκου μικρέ, είμαι 55 και στο λέω από καρδιάς. Ξεκίνα να ελπίζεις εσύ μπας και με τραβήξεις με το μέρος σου. Πολέμα για σένα και θα πολεμήσω για σένα και εγώ. Εσείς έρχεστε, εμείς φεύγουμε. Αισιοδοξείτε και αλλάξτε τον κόσμο, που διαλύσαμε εμείς.
Δάκρυσε ο τύπος. Έπαθα πλάκα. Ιδρώτας είναι από τη ζέστη ρε δεν είναι δάκρυ. Δάκρυσα και εγώ. Πού φτάσαμε μωρέ; Μια κουβέντα και ένα δάκρυ αρκεί για να μας σπάσει, να μας ενώσει. Συστηθήκαμε, ανταλλάξαμε ευχές, καλημεριστήκαμε και είπαμε "εις το επανιδείν".
Και εγώ έμεινα σκυφτός να περπατώ τα τελευταία 30 μέτρα σε ρυθμό μπουσουλιτού κοιτάζοντας τη νύχτα της ασφάλτου.
Πάντα υπάρχουν χειρότερα σκέφτομαι μα πάντα ο κόσμος κρίνει την κατάσταση του και βρίσκει παρηγοριά στα χειρότερα των διπλανών του. Σκοπός δεν είναι να βρίσκεις παρηγοριά μα να αλλάξεις. Δεν πρέπει να βλέπουμε τα χειρότερα που υπάρχουν, μα τα καλύτερα που μπορούμε να διεκδικήσουμε. Και να τα διεκδικήσουμε. Όπως το είπε ο ταξιτζής. Εμείς μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο. Αρκεί να πιστέψουμε πως μπορούμε να το κάνουμε. Βαρύ το φορτίο. Και όλο από μια δεκάλεπτη συζήτηση. Τόσο χρειάζεται για να καταλάβουμε πόσο μοιάζουμε. Δέκα λεπτά, καλή καρδιά και διάθεση να ακούσουμε. Μα εμείς μιλάμε ακατάπαυστα για να σφαχτούμε.
Σύγχρονοι κανίβαλοι είναι καιρός για δάκρυα...
http://otikineitai.blogspot.gr
Τί σχέση μπορείς να δημιουργήσεις με έναν άγνωστο άνθρωπο σε δέκα λεπτά; Συγκίνησης, αλήθειας, ταύτισης. Το σημείο είναι τόσο
οριακό που το άκουσμα μιας φράσης μπορεί να ξεκλειδώσει τους ανθρώπους, να τους συγκινήσει. Αρκεί μια δεκάλεπτη βόλτα, καλή καρδιά και διάθεση να ακούσεις.
Πάντα έπιανα κουβέντα στους ταξιτζήδες. Ειδικά με τον σάλο που είχε ξεσπάσει πέρυσι τέτοιον καιρό με το νόμο του Ραγκούση, ήθελα να μάθω, να ακούσω τη γνώμη τους, να βολιδοσκοπήσω τις σκέψεις μιας "συντεχνίας". Δεν το χα συνειδητοποιήσει μέχρι χτες. Όλοι οι ταξιτζήδες μου φαίνονταν ίδιοι. Ορκισμένοι κανίβαλοι με συντεχνιακή λογική, που γαμούσαν το κράτος όταν θίγονταν τα συμφέροντά τους. Και με αυτό το στερεότυπο άνοιγα έναν δρομολογημένο και ήδη πραγματοποιημένο στο μυαλό μου, διάλογο μαζί τους. Χτες κατάλαβα πως ο υποκριτής κανίβαλος ήμουν εγώ, που έδινα ταμπέλες στους ανθρώπους πριν τους γνωρίσω.
Επέστρεφα από ένα πάρτυ γεμάτο από συζητήσεις. Θρησκεία, πολιτική, οικονομία. Από τραπέζι σε τραπέζι να παριστάνω την αυθεντία. Μισοζαλισμένος μετά από δυο ποτά, ψιλοσκασμένος από τη ζέστη, σε μια απίστευτη υπερένταση, μου ήταν αδύνατον να πάρω το μοναδικό λεωφορείο που βολτάρει τα ξημερώματα στην Εγνατία και φορτώνει τα ξενυχτισμένα πλήθη για να τα πάει σπίτι τους. Επέλεξα την ακριβή άνεση του ταξί (ο καπίταλος).
- Καλησπέρα , λέω ανοίγοντας την πόρτα.
- Καλημέρα πασά μου, τρεις το πρωί είναι.
- Θέμα συνήθειας. Θα με πετάξεις μέχρι τη Μπότσαρη;, ενώ είχα στρογγυλοκαθίσει στο κάθισμα.
- Όπου θέλεις.
Ωραίος τύπος, χαλαρός, με ένα γυαλί κατεβασμένο στη μέση της μύτης του, να εξετάζει τον επιβάτη. Πόσους μουρλούς να έχει συνοδεύσει σπίτι τους;
- Ζέστη.
- Καλά είναι σήμερα. Δροσούλα έχει. Δεν θα χρειαστεί να ανοίξουμε και κλιματιστικό απόψε για να κοιμηθούμε.
- Πώς πάει η δουλειά;
- Χάλια, πώς να πάει;
- Και τί δεν πάει χάλια, θα μου πεις.
- Αλυσίδα είνα πασά μου. Αν δεν τραβάει το ένα, δεν τραβάνε όλα. Τα πάει όλα πίσω.
- Πόσο πιο πίσω, όμως; Δεν αντέχει άλλο ο κόσμος.
- Έχει και άλλο πίσω. Έχει ακόμα το βαρέλι για τον πάτο.
Ρυτιδιασμένος, αξύριστος, εξέπεμπε μια μαγκιώρικη σοφία, μια σιγουριά που δεν απαιτούσαι να χεις διαβάσει τόμους για να την αποκτήσεις. Δέκα χρόνια στην πιάτσα αρκούσαν. Μαγνήτιζε το βλέμμα του, σπινθηροβόλο. Κάθε φορά που απαντούσε έστρεφε το κεφάλι δεξιά, έσκυβε ελαφρώς και ανασήκωνε τα μάτια του σαν εξεταστής. Δε ξέρω τί συνέβη. Λίγο η υπερένταση, λίγο η συσσωρευμένη πικρία, βρέθηκα να τον ρωτάω με πάθος:
- Πόσο, πόσο, πόσο πια για να πιάσουμε πάτο; Πού θα φτάσουμε; Πόύ;
Σα να χε ο ταξιτζής την απόλυτη αλήθεια. Μια αυθεντία χρειαζόμουν να προβλέψει το δυσοίωνο μέλλον μας.
- Έχουμε ακόμα, μου απάντησε με έναν αλαζονικό κυνισμό.
Ηρέμησα. Η αυθεντία επισφράγησε τον φόβο μου. Έχουμε ακόμα.
Άλλωστε αυτό που σε κάνει να φοβάσαι είναι η αβεβαιότητα μήπως και ο φόβος σου είναι παράλογος. Ηρέμησα.
-Δικό σου το ταξί;
Το κοίταξε και γελώντας σαρκαστικά. ξεκίνησε τον μονόλογο που περίμενα.
-Της τράπεζας. Σε όσους με ρωτούν αυτό λέω. Όλα δικά τους δεν είναι; Αυτοί μου το πήραν, σε αυτούς το χρωστάω. Αλλά ζω για να τους ξεχρεώνω. Επιστρέφω στο σπίτι και με ρωτάει η γυναίκα μου αν έβγαλα μεροκάματο, λες και είναι βαλτή να με κάνει να νιώσω ανεπαρκής. Της έχω πει να πάψει να μου κάνει τέτοιες ερωτήσεις. Λες και δεν βλέπει. Δουλεύω για να πληρώνω φόρους. Ευτυχώς δουλεύει και αυτή και μπορούμε και ζούμε. Μια πληρώνω το ένα και αφήνω το άλλο. Μια πληρώνω το άλλο και αφήνω το ένα. Προσπαθώ, προσπαθώ. Με καταλαβαίνεις;
-Όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε.
- Υπάρχουν και χειρότερα. Πάντα υπάρχουν και χειρότερα. Δεν βλέπεις τα πρεζόνια; Κάθε μέρα και περισσότερα. Ο κόσμος πηδάει από τα μπαλκόνια. Οι ελπίδες του διαψεύστηκαν. Πάντα υπάρχουν χειρότερα. Πάντα. Αλλά μας έχουν πάρει την ελπίδα οι αλήτες. Φτάσαμε.
Έβγαλα τα ψιλά που είχα στο πορτοφόλι μου.
-Στην υγειά των φόρων, ευχήθηκα και του τα έδωσα. Πήγα να καληνυχτίσω.
-Περίμενε πασά μου. Πόσο χρονών είσαι;
-21
- Νιάτο είσαι. Άκου μικρέ, είμαι 55 και στο λέω από καρδιάς. Ξεκίνα να ελπίζεις εσύ μπας και με τραβήξεις με το μέρος σου. Πολέμα για σένα και θα πολεμήσω για σένα και εγώ. Εσείς έρχεστε, εμείς φεύγουμε. Αισιοδοξείτε και αλλάξτε τον κόσμο, που διαλύσαμε εμείς.
Δάκρυσε ο τύπος. Έπαθα πλάκα. Ιδρώτας είναι από τη ζέστη ρε δεν είναι δάκρυ. Δάκρυσα και εγώ. Πού φτάσαμε μωρέ; Μια κουβέντα και ένα δάκρυ αρκεί για να μας σπάσει, να μας ενώσει. Συστηθήκαμε, ανταλλάξαμε ευχές, καλημεριστήκαμε και είπαμε "εις το επανιδείν".
Και εγώ έμεινα σκυφτός να περπατώ τα τελευταία 30 μέτρα σε ρυθμό μπουσουλιτού κοιτάζοντας τη νύχτα της ασφάλτου.
Πάντα υπάρχουν χειρότερα σκέφτομαι μα πάντα ο κόσμος κρίνει την κατάσταση του και βρίσκει παρηγοριά στα χειρότερα των διπλανών του. Σκοπός δεν είναι να βρίσκεις παρηγοριά μα να αλλάξεις. Δεν πρέπει να βλέπουμε τα χειρότερα που υπάρχουν, μα τα καλύτερα που μπορούμε να διεκδικήσουμε. Και να τα διεκδικήσουμε. Όπως το είπε ο ταξιτζής. Εμείς μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο. Αρκεί να πιστέψουμε πως μπορούμε να το κάνουμε. Βαρύ το φορτίο. Και όλο από μια δεκάλεπτη συζήτηση. Τόσο χρειάζεται για να καταλάβουμε πόσο μοιάζουμε. Δέκα λεπτά, καλή καρδιά και διάθεση να ακούσουμε. Μα εμείς μιλάμε ακατάπαυστα για να σφαχτούμε.
Σύγχρονοι κανίβαλοι είναι καιρός για δάκρυα...
http://otikineitai.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψε την άποψή σου...