Σάκης. Taxi driver, ή Ελληνιστί, ο εργαζόμενος για εκμεταλλευτή προσοδοφόρου πράγματος Δημοσίας χρήσεως. Δεν καταλάβατε. Είναι η
επιστημονική ονομασία του οδηγού Ταξί. Προσοχή, όχι ιδιοκτήτης αλλά οδηγός. Παλαιότερα το όνειρο του οδηγού ταξί ήταν να γίνει ο ίδιος εκμεταλλευτής αυτού του προσοδοφόρου πράγματος, τώρα του εκμεταλλευτή να φορτώσει το «προσοδοφόρο» σε άλλο κορόιδο. Γιατί; Επειδή έδωσε μια περιουσία για το προσοδοφόρο και τώρα μόνο προσοδοφόρο δεν είναι. Οπότε παραμένω ως «οδηγός – μη μισθωτός». Περισσότερα επιστημονικά θα σας αναλύσω πιο κάτω καθώς και το νομικό καθεστώς που διέπει τις σχέσεις ιδιοκτήτη και οδηγού, αλλά προς το παρόν θα σας αναφέρω λίγα πράγματα για εμένα.
Σάκης. Taxi driver. Ανδρώθηκα στο επάγγελμα τις εξαιρετικές εκείνες εποχές όπου ο ιδιοκτήτης του ταξί ήταν ο Βασιλιάς και ο οδηγός το Βασιλόπουλο. Δεν υπήρχαν μετρό και άλλες τέτοιες περίεργες κατασκευές. Ή πήγαινες κύριος, κιμπάρης με το ταξί, ή άλλαζες τρία αστικά, δύο τραμ και έκανες και έναν μικρό αγώνα δρόμου κανένα χιλιόμετρο για να πας στον προορισμό σου. Φυσικά ο οδηγός του ταξί ήταν ο απόλυτος άρχοντας. Μόλις είχε κυκλοφορήσει και η σχετική ταινία με τον Robert De Niro και είχα ταυτιστεί με τον ηθοποιό.
Έβγαινε η γριά από το σταθμό Λαρίσης φορτωμένη με δύο βαλίτσες και ένα καλάθι με ζωντανό πτηνό εντός (κότα) το οποίο θα θυσιαζόταν την επομένη μέρα ώστε να υπάρχει φρέσκο κρέας από την επαρχία στο τραπέζι και με περισσή αγένεια μου έλεγε… Μπραχάμι. Are you talking to me? ARE YOU TALKING TO ME??? Δεύτερη γριά από πίσω η οποία ούρλιαζε… Αργυρούπολη. Σιγά μην σε πάω και Κωνσταντινούπολη. Δεν υπήρχαν τέτοιες επιλογές. Θα συμφωνούσαν τέσσερις ξεχωριστοί επιβάτες για έναν κοινό προορισμό, θα τακτοποιούσαν τα πράγματά τους πιθανώς και κάποια ανά χείρας (ταξί ήταν όχι ανατρεπόμενο) και θα επέρχετο συμφωνία για την από κοινού μίσθωση και την ανεξάρτητη καταβολή του τιμήματος από τον καθένα.
Αγαπημένες μου πιάτσες οι πέριξ της Ακροπόλεως. Τριαντάρης τότε, Έλληνας ευθυτενής με μαύρο κατσαρό μαλλί και μουστάκι, έμοιαζα κάπως τον Ομάρ Σαρίφ. Ήτανε τότε που μου κολλήσανε το καλλιτεχνικό «Ομάρ Ταρίφ» ένεκα της εργασίας, αλλά εμένα πολύ μου άρεζε. Βέβαια στις συγκεκριμένες πιάτσες έκανες πολλές γνωριμίες με υπηκόους Σκανδιναβικών χωρών, οι οποίες αφού βλέπανε την Ακρόπολη θέλανε να ζήσουνε και την Ελληνική νύχτα. Βγαίναμε παρέα, ως Ελληνάρας δεν άφηνα ποτέ να πληρώσουν οι ξένοι και έτσι, αν και έβγαινε πολύ χρήμα, τελικά δεν κατάφερνα να μαζέψω το απαιτούμενο ποσό ώστε να καταστώ και εγώ εκμεταλλευτής προσοδοφόρου πράγματος, έστω μισού (ταξί), αλλά δεν με πείραζε και πολύ γιατί μια χαρά περνούσα και η ζωή ήταν μπροστά μου.
Κάθε χρόνο στη κοπή της πίτας του Σ.Α.Τ.Α. ερχόταν συνάδελφοι και από άλλες πόλεις και τα λέγαμε. Εκεί μάθαινες τα περί του επαγγέλματος στο Πανελλήνιο. Ας πούμε στη Θεσσαλονίκη η άδεια ήτανε πιο ακριβή από την Αθήνα, αλλά όπως έλεγε και ο Μένιος από την συμπρωτεύουσα, η διαδρομή ήτανε μία, Βασιλίσσης Όλγας Τσιμισκή. Φόρτωνες καθ’ οδό, ξεφόρτωνες λίγο πιο κάτω, έκανες και τον ευγενικό «σας πειράζει να μπει και ένας τέταρτος να μην περιμένει», σε πέντε ώρες είχες καθαρίσει. Κάθε πόλη και μια ιστορία. Οι πιο ακριβές άδειες, μια περιουσία, ήτανε στον Έβρο. Δεν καταλάβαινα γιατί, μέχρι που ένας συνάδελφος μου εξήγησε. Είναι τα στρατόπεδα γύρω από τις πόλεις. Πας δέκα λεπτά δρόμο, γεμίζεις έως και πέντε «νέοπες» τους κατεβάζεις για ένα φραπέ στη πόλη, τους ξανανεβάζεις, το κάνεις αυτό καμιά εικοσαριά φορές την ημέρα και βγάζεις όσο και μεγαλοστέλεχος της Τράπεζας της Ελλάδος. Πληρώναμε και κάτι για φόρο και Φ.Π.Α. «κατ’ αποκοπή και τεκμαρτά» και όλοι ήμασταν μια χαρά.
Μετά τα πράγματα άρχισαν να στραβώνουν. Στην Αθήνα όλα ξεκίνησαν με κάτι περίεργους Δήμαρχους που είχαμε και βάλθηκαν να κάνουν την πόλη τυρί με τρύπες. Στην αρχή γελούσαμε επειδή η συγκοινωνίες χειροτέρεψαν και εμείς ήμασταν άρχοντες. Ξαφνικά εμφανίστηκε μία περίεργη υπόγεια κατασκευή που την είπαν μετρό. Τα πρώτα συμπτώματα της κρίσης φάνηκαν στην πολλαπλή διαδρομή. Ανέβαινε η κυρία από Ακαδημίας με ένα φορτηγό σακούλες από τα μαγαζιά και σου πέταγε «δεν μπορούμε να πάρουμε άλλον γιατί βιάζομαι και είμαι φορτωμένη». Μουρμούριζα κάτι μέσα από τα δόντια μου, αλλά η αλήθεια ήταν πως και ο «άλλος» είχε πια εξαφανιστεί. Μετά ήρθε και η οικονομική κρίση και τα πράγματα φθάσανε εδώ που φθάσανε.
Στήνεσαι στο ΕΛΒΕΛ (Ελευθέριος Βενιζέλος) για τέσσερις ώρες στην ουρά και όταν φθάσει ο πολυπόθητος πελάτης τον οποίο δεν μπορείς να αποφύγεις αν δεν σου αρέσει, λόγω των οργάνων της τάξεως που επιβλέπουν πλέον την επιβίβαση, αρχίζει η γκρίνια. Ως συνετοί επαγγελματίες και λόγω της κρίσης, των διοδίων της Αττικής οδού και άλλων κακών, αποφασίζουμε πως ως το κέντρο της Αθήνας (όπου κέντρο η πλατεία Ομονοίας) θα χρεώνουμε το εξευτελιστικό ποσό των τριάντα οκτώ ευρώ, χωρίς χρέωση αεροδρομίου, μεταφορά αποσκευών και καταβάλλοντας εξ’ ιδίων τα διόδια.
Τότε είναι που σου λέει ο πελάτης «πας καλά ρε φίλε εγώ ήρθα από Θεσσαλονίκη με την Ryan με δέκα εννέα ευρώ και εσύ θες τριάντα οκτώ». Φυσικά ως γνήσιος επαγγελματίας του απαντάω ότι στο Λονδίνο θα πλήρωνε από το Heathrow airport τα πενταπλάσια, αλλά αυτός ο αναιδής μου λέει ότι στο Σαντάνσκι στη Βουλγαρία (που είναι αυτό ρε παιδιά) θα πλήρωνε τρία ευρώ και αν δεν με συνέφερε στην Ελλάδα να πήγαινα να δουλέψω στο Heathrow airport. Αναγκάζομαι και του κάνω έκπτωση γιατί αν δεν μπει και πάει με τον προαστιακό, θα μου πέσει πελάτης για κοντινό προάστιο και τότε…
Άντε πάλι άλλες τέσσερις ώρες στην ουρά. Πάντως υπάρχουν και χειρότερα. Στη Θεσσαλονίκη μου έλεγε συνάδελφος ότι μετά τρεις ώρες αναμονής στο εκεί αεροδρόμιο, μπήκε ο «κυριλάτος» στο ταξί και του είπε «Καζίνο». Αν έχεις το Θεό σου, οκτακόσια μέτρα απόσταση. Τρεισήμισι ευρώ ήταν η ταρίφα, του λέει ο «μάτσο», κράτα τέσσερα. Κάπως έτσι γίνονται τα εγκλήματα.
Όπως σας είπα τα πράγματα δυσκόλεψαν στο έπακρο και μας βάλανε και κάναμε με τους ιδιοκτήτες αυτό που σας είπα από την αρχή «συμφωνητικό προσοδοφόρου πράγματος». Αναγκάστηκα να πάω σε λογιστή επειδή δεν έβγαζα άκρη. Ο ιδιοκτήτης μου έδινε ένα χαρτί που έγραφε πάνω «τίτλος κτήσης» ή κάτι τέτοιο, ο δε Μήτσος ο λογιστής μου τα εξήγησε με απλά λόγια: «Ο τίτλος κτήσης περιλαμβάνει όλο το ποσό που ο οδηγός κερδίζει από την εκμετάλλευση του ταξί που εκδίδεται από τον ιδιοκτήτη σύμφωνα µε την ΠΟΛ 1096/21-06-2010 και καταχωρείται στα βιβλία του ιδιοκτήτη-εκμεταλλευτή.
Το ποσό αυτό διαμορφώνεται από το σύνολό των εσόδων αφαιρουμένου του ΦΠΑ, των δαπανών που σύμφωνα µε συμφωνητικό βαρύνουν τον οδηγό - μισθωτή του Ε.Δ.Χ. ταξί και των ασφαλιστικών εισφορών (εργοδοτικές και εργατικές, ΙΚΑ κ.λπ.) που καταβάλλονται για τον οδηγό - μισθωτή. Το εισόδημα του οδηγού θεωρείται ως εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1 & 2 του άρθρου 12 του Ν. 4172/2013».
Δεν ξέρω αν καταλάβατε εσείς γιατί εγώ τα έχω πλέον αναθέσει στο Μήτσο τον λογιστή, ο ιδιοκτήτης βρέξει – χιονίσει θέλει ενοίκιο σαράντα ευρώ την ημέρα για το προσοδοφόρο πράγμα και γκρινιάζει συνέχεια πως έδωσε μια περιουσία και θέλει σαράντα χρόνια για να πάρει πίσω τα λεφτά του, εγώ δε, έχοντας αυξήσει τραγικά το ωράριο εργασίας, μετά βίας φθάνω τα οκτακόσια ευρώ μηνιαίως.
Ξέχασα να σας πω πως στα χρόνια που περάσανε παντρεύτηκα την Ουρανία και κάναμε δύο παιδιά, στην αρχή βοηθούσε και αυτή γιατί δουλειές στις βιοτεχνίες υπήρχαν, μετά δεν υπήρχαν δουλειές γιατί δεν υπήρχαν βιοτεχνίες και τελικά περνάμε με τα οκτακόσια ευρώ και ευχαριστούμε τον Κύριο. Το χειρότερο όμως για εμένα είναι ότι έπαψαν να με αποκαλούν πλέον «Ομάρ Ταρίφ», επειδή το μαύρο κατσαρό μαλλί μετανάστευσε εις άγνωστο τόπο, μείνανε κάτι λίγες άσπρες τρίχες στο σβέρκο, από τις πολλές δε ώρες στη δουλειά είχα μια σωματική επέκταση προς τα εμπρός και γενικά μάλλον έπαψα να μοιάζω τον Ομάρ Σαρίφ.
Κάτι άλλο που δεν μπορώ να εξηγήσω με εμάς τους άντρες, είναι πως όσο σου πέφτουν τα μαλλιά τόσο αρχίζεις να γεμίζεις τρίχες στα αυτιά και να ξυρίζεσαι και εκεί. Περίεργα πράγματα. Προχτές πήγα στον Πιέρ τον κομμωτή, τον είπα «ένα ανδρικό», μου τράβηξε δύο ψαλιδιές και μου λέει είκοσι ευρώ. Τον ρωτάω, καλά ρε Πιέρ αν είχα πολύ μαλλί πόσο θα μου έπαιρνες και μου λέει πάλι είκοσι. Μου έκανε και πλάκα «από τα μερεμέτια βγάζουμε κανένα εξτραδάκι». Τσατίστηκα και εγώ και μια μέρα τα ξύρισα όλα. Την άλλη μέρα στη πιάτσα έρχεται ένας συνάδελφος σκασμένος στα γέλια και μου φέρνει ένα γλειφιτζούρι μπίλια. «Γεια σου Κότζακ». Ποτέ δεν μου άρεσε αυτός ο τύπος αν και Ελληνικής καταγωγής. Σάκης…
ΠΗΓΗ: https://www.e-forologia.gr
επιστημονική ονομασία του οδηγού Ταξί. Προσοχή, όχι ιδιοκτήτης αλλά οδηγός. Παλαιότερα το όνειρο του οδηγού ταξί ήταν να γίνει ο ίδιος εκμεταλλευτής αυτού του προσοδοφόρου πράγματος, τώρα του εκμεταλλευτή να φορτώσει το «προσοδοφόρο» σε άλλο κορόιδο. Γιατί; Επειδή έδωσε μια περιουσία για το προσοδοφόρο και τώρα μόνο προσοδοφόρο δεν είναι. Οπότε παραμένω ως «οδηγός – μη μισθωτός». Περισσότερα επιστημονικά θα σας αναλύσω πιο κάτω καθώς και το νομικό καθεστώς που διέπει τις σχέσεις ιδιοκτήτη και οδηγού, αλλά προς το παρόν θα σας αναφέρω λίγα πράγματα για εμένα.
Σάκης. Taxi driver. Ανδρώθηκα στο επάγγελμα τις εξαιρετικές εκείνες εποχές όπου ο ιδιοκτήτης του ταξί ήταν ο Βασιλιάς και ο οδηγός το Βασιλόπουλο. Δεν υπήρχαν μετρό και άλλες τέτοιες περίεργες κατασκευές. Ή πήγαινες κύριος, κιμπάρης με το ταξί, ή άλλαζες τρία αστικά, δύο τραμ και έκανες και έναν μικρό αγώνα δρόμου κανένα χιλιόμετρο για να πας στον προορισμό σου. Φυσικά ο οδηγός του ταξί ήταν ο απόλυτος άρχοντας. Μόλις είχε κυκλοφορήσει και η σχετική ταινία με τον Robert De Niro και είχα ταυτιστεί με τον ηθοποιό.
Έβγαινε η γριά από το σταθμό Λαρίσης φορτωμένη με δύο βαλίτσες και ένα καλάθι με ζωντανό πτηνό εντός (κότα) το οποίο θα θυσιαζόταν την επομένη μέρα ώστε να υπάρχει φρέσκο κρέας από την επαρχία στο τραπέζι και με περισσή αγένεια μου έλεγε… Μπραχάμι. Are you talking to me? ARE YOU TALKING TO ME??? Δεύτερη γριά από πίσω η οποία ούρλιαζε… Αργυρούπολη. Σιγά μην σε πάω και Κωνσταντινούπολη. Δεν υπήρχαν τέτοιες επιλογές. Θα συμφωνούσαν τέσσερις ξεχωριστοί επιβάτες για έναν κοινό προορισμό, θα τακτοποιούσαν τα πράγματά τους πιθανώς και κάποια ανά χείρας (ταξί ήταν όχι ανατρεπόμενο) και θα επέρχετο συμφωνία για την από κοινού μίσθωση και την ανεξάρτητη καταβολή του τιμήματος από τον καθένα.
Αγαπημένες μου πιάτσες οι πέριξ της Ακροπόλεως. Τριαντάρης τότε, Έλληνας ευθυτενής με μαύρο κατσαρό μαλλί και μουστάκι, έμοιαζα κάπως τον Ομάρ Σαρίφ. Ήτανε τότε που μου κολλήσανε το καλλιτεχνικό «Ομάρ Ταρίφ» ένεκα της εργασίας, αλλά εμένα πολύ μου άρεζε. Βέβαια στις συγκεκριμένες πιάτσες έκανες πολλές γνωριμίες με υπηκόους Σκανδιναβικών χωρών, οι οποίες αφού βλέπανε την Ακρόπολη θέλανε να ζήσουνε και την Ελληνική νύχτα. Βγαίναμε παρέα, ως Ελληνάρας δεν άφηνα ποτέ να πληρώσουν οι ξένοι και έτσι, αν και έβγαινε πολύ χρήμα, τελικά δεν κατάφερνα να μαζέψω το απαιτούμενο ποσό ώστε να καταστώ και εγώ εκμεταλλευτής προσοδοφόρου πράγματος, έστω μισού (ταξί), αλλά δεν με πείραζε και πολύ γιατί μια χαρά περνούσα και η ζωή ήταν μπροστά μου.
Κάθε χρόνο στη κοπή της πίτας του Σ.Α.Τ.Α. ερχόταν συνάδελφοι και από άλλες πόλεις και τα λέγαμε. Εκεί μάθαινες τα περί του επαγγέλματος στο Πανελλήνιο. Ας πούμε στη Θεσσαλονίκη η άδεια ήτανε πιο ακριβή από την Αθήνα, αλλά όπως έλεγε και ο Μένιος από την συμπρωτεύουσα, η διαδρομή ήτανε μία, Βασιλίσσης Όλγας Τσιμισκή. Φόρτωνες καθ’ οδό, ξεφόρτωνες λίγο πιο κάτω, έκανες και τον ευγενικό «σας πειράζει να μπει και ένας τέταρτος να μην περιμένει», σε πέντε ώρες είχες καθαρίσει. Κάθε πόλη και μια ιστορία. Οι πιο ακριβές άδειες, μια περιουσία, ήτανε στον Έβρο. Δεν καταλάβαινα γιατί, μέχρι που ένας συνάδελφος μου εξήγησε. Είναι τα στρατόπεδα γύρω από τις πόλεις. Πας δέκα λεπτά δρόμο, γεμίζεις έως και πέντε «νέοπες» τους κατεβάζεις για ένα φραπέ στη πόλη, τους ξανανεβάζεις, το κάνεις αυτό καμιά εικοσαριά φορές την ημέρα και βγάζεις όσο και μεγαλοστέλεχος της Τράπεζας της Ελλάδος. Πληρώναμε και κάτι για φόρο και Φ.Π.Α. «κατ’ αποκοπή και τεκμαρτά» και όλοι ήμασταν μια χαρά.
Μετά τα πράγματα άρχισαν να στραβώνουν. Στην Αθήνα όλα ξεκίνησαν με κάτι περίεργους Δήμαρχους που είχαμε και βάλθηκαν να κάνουν την πόλη τυρί με τρύπες. Στην αρχή γελούσαμε επειδή η συγκοινωνίες χειροτέρεψαν και εμείς ήμασταν άρχοντες. Ξαφνικά εμφανίστηκε μία περίεργη υπόγεια κατασκευή που την είπαν μετρό. Τα πρώτα συμπτώματα της κρίσης φάνηκαν στην πολλαπλή διαδρομή. Ανέβαινε η κυρία από Ακαδημίας με ένα φορτηγό σακούλες από τα μαγαζιά και σου πέταγε «δεν μπορούμε να πάρουμε άλλον γιατί βιάζομαι και είμαι φορτωμένη». Μουρμούριζα κάτι μέσα από τα δόντια μου, αλλά η αλήθεια ήταν πως και ο «άλλος» είχε πια εξαφανιστεί. Μετά ήρθε και η οικονομική κρίση και τα πράγματα φθάσανε εδώ που φθάσανε.
Στήνεσαι στο ΕΛΒΕΛ (Ελευθέριος Βενιζέλος) για τέσσερις ώρες στην ουρά και όταν φθάσει ο πολυπόθητος πελάτης τον οποίο δεν μπορείς να αποφύγεις αν δεν σου αρέσει, λόγω των οργάνων της τάξεως που επιβλέπουν πλέον την επιβίβαση, αρχίζει η γκρίνια. Ως συνετοί επαγγελματίες και λόγω της κρίσης, των διοδίων της Αττικής οδού και άλλων κακών, αποφασίζουμε πως ως το κέντρο της Αθήνας (όπου κέντρο η πλατεία Ομονοίας) θα χρεώνουμε το εξευτελιστικό ποσό των τριάντα οκτώ ευρώ, χωρίς χρέωση αεροδρομίου, μεταφορά αποσκευών και καταβάλλοντας εξ’ ιδίων τα διόδια.
Τότε είναι που σου λέει ο πελάτης «πας καλά ρε φίλε εγώ ήρθα από Θεσσαλονίκη με την Ryan με δέκα εννέα ευρώ και εσύ θες τριάντα οκτώ». Φυσικά ως γνήσιος επαγγελματίας του απαντάω ότι στο Λονδίνο θα πλήρωνε από το Heathrow airport τα πενταπλάσια, αλλά αυτός ο αναιδής μου λέει ότι στο Σαντάνσκι στη Βουλγαρία (που είναι αυτό ρε παιδιά) θα πλήρωνε τρία ευρώ και αν δεν με συνέφερε στην Ελλάδα να πήγαινα να δουλέψω στο Heathrow airport. Αναγκάζομαι και του κάνω έκπτωση γιατί αν δεν μπει και πάει με τον προαστιακό, θα μου πέσει πελάτης για κοντινό προάστιο και τότε…
Άντε πάλι άλλες τέσσερις ώρες στην ουρά. Πάντως υπάρχουν και χειρότερα. Στη Θεσσαλονίκη μου έλεγε συνάδελφος ότι μετά τρεις ώρες αναμονής στο εκεί αεροδρόμιο, μπήκε ο «κυριλάτος» στο ταξί και του είπε «Καζίνο». Αν έχεις το Θεό σου, οκτακόσια μέτρα απόσταση. Τρεισήμισι ευρώ ήταν η ταρίφα, του λέει ο «μάτσο», κράτα τέσσερα. Κάπως έτσι γίνονται τα εγκλήματα.
Όπως σας είπα τα πράγματα δυσκόλεψαν στο έπακρο και μας βάλανε και κάναμε με τους ιδιοκτήτες αυτό που σας είπα από την αρχή «συμφωνητικό προσοδοφόρου πράγματος». Αναγκάστηκα να πάω σε λογιστή επειδή δεν έβγαζα άκρη. Ο ιδιοκτήτης μου έδινε ένα χαρτί που έγραφε πάνω «τίτλος κτήσης» ή κάτι τέτοιο, ο δε Μήτσος ο λογιστής μου τα εξήγησε με απλά λόγια: «Ο τίτλος κτήσης περιλαμβάνει όλο το ποσό που ο οδηγός κερδίζει από την εκμετάλλευση του ταξί που εκδίδεται από τον ιδιοκτήτη σύμφωνα µε την ΠΟΛ 1096/21-06-2010 και καταχωρείται στα βιβλία του ιδιοκτήτη-εκμεταλλευτή.
Το ποσό αυτό διαμορφώνεται από το σύνολό των εσόδων αφαιρουμένου του ΦΠΑ, των δαπανών που σύμφωνα µε συμφωνητικό βαρύνουν τον οδηγό - μισθωτή του Ε.Δ.Χ. ταξί και των ασφαλιστικών εισφορών (εργοδοτικές και εργατικές, ΙΚΑ κ.λπ.) που καταβάλλονται για τον οδηγό - μισθωτή. Το εισόδημα του οδηγού θεωρείται ως εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1 & 2 του άρθρου 12 του Ν. 4172/2013».
Δεν ξέρω αν καταλάβατε εσείς γιατί εγώ τα έχω πλέον αναθέσει στο Μήτσο τον λογιστή, ο ιδιοκτήτης βρέξει – χιονίσει θέλει ενοίκιο σαράντα ευρώ την ημέρα για το προσοδοφόρο πράγμα και γκρινιάζει συνέχεια πως έδωσε μια περιουσία και θέλει σαράντα χρόνια για να πάρει πίσω τα λεφτά του, εγώ δε, έχοντας αυξήσει τραγικά το ωράριο εργασίας, μετά βίας φθάνω τα οκτακόσια ευρώ μηνιαίως.
Ξέχασα να σας πω πως στα χρόνια που περάσανε παντρεύτηκα την Ουρανία και κάναμε δύο παιδιά, στην αρχή βοηθούσε και αυτή γιατί δουλειές στις βιοτεχνίες υπήρχαν, μετά δεν υπήρχαν δουλειές γιατί δεν υπήρχαν βιοτεχνίες και τελικά περνάμε με τα οκτακόσια ευρώ και ευχαριστούμε τον Κύριο. Το χειρότερο όμως για εμένα είναι ότι έπαψαν να με αποκαλούν πλέον «Ομάρ Ταρίφ», επειδή το μαύρο κατσαρό μαλλί μετανάστευσε εις άγνωστο τόπο, μείνανε κάτι λίγες άσπρες τρίχες στο σβέρκο, από τις πολλές δε ώρες στη δουλειά είχα μια σωματική επέκταση προς τα εμπρός και γενικά μάλλον έπαψα να μοιάζω τον Ομάρ Σαρίφ.
Κάτι άλλο που δεν μπορώ να εξηγήσω με εμάς τους άντρες, είναι πως όσο σου πέφτουν τα μαλλιά τόσο αρχίζεις να γεμίζεις τρίχες στα αυτιά και να ξυρίζεσαι και εκεί. Περίεργα πράγματα. Προχτές πήγα στον Πιέρ τον κομμωτή, τον είπα «ένα ανδρικό», μου τράβηξε δύο ψαλιδιές και μου λέει είκοσι ευρώ. Τον ρωτάω, καλά ρε Πιέρ αν είχα πολύ μαλλί πόσο θα μου έπαιρνες και μου λέει πάλι είκοσι. Μου έκανε και πλάκα «από τα μερεμέτια βγάζουμε κανένα εξτραδάκι». Τσατίστηκα και εγώ και μια μέρα τα ξύρισα όλα. Την άλλη μέρα στη πιάτσα έρχεται ένας συνάδελφος σκασμένος στα γέλια και μου φέρνει ένα γλειφιτζούρι μπίλια. «Γεια σου Κότζακ». Ποτέ δεν μου άρεσε αυτός ο τύπος αν και Ελληνικής καταγωγής. Σάκης…
ΠΗΓΗ: https://www.e-forologia.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψε την άποψή σου...