Οι Αντώνης Γεωργαντώνης και ο Βασίλης Μεσάδος ξεκίνησαν από ταξιτζήδες και πλέον έχουν 2.000 οδηγούς στον στόλο τους. Το αμερικάνικο όνειρο τους όμως δεν
σταμάτησε εκεί
Όταν τελείωσε το σχολείο (1978), αποφάσισε πως η τύχη του θα ήταν στην άλλη ακτή του Ατλαντικού. "Είχα ξαδέλφια και οικογένεια στο Σινσινάτι, οι οποίοι διατηρούσαν εστιατόρια και άλλες επιχειρήσεις και επέλεξα το Xavier University (με έδρα στη συγκεκριμένη πόλη του Ohio) για τις σπουδές μου, στη διοίκηση επιχειρήσεων. Επηρεάστηκα από το γενικότερο κλίμα, επιχείρησα να κάνω κάτι με το χώρο της εστίασης, δεν μου "βγήκε", δεν μου άρεσε και ιδιαίτερα στο Σινσινάτι και αποφάσισα να πάω για άλλα". Όπου "άλλα", βλέπε "Νέα Υόρκη". "Μίλησα με έναν φίλο που είχε εστιατόρια και συμπτωματικά, είχε μόλις μείνει χωρίς συγκάτοικο. Έμεινα μαζί του ενάμιση μήνα και εργάστηκα στο Greenwich Village. Ξέρεις. Την περιοχή του Manhattan, όπου κινούνται όλοι οι μουσικοί, οι ηθοποιοί κλπ. Ενθουσιάστηκα. Έλα όμως, που ο φίλος μου τα πούλησε όλα και έφυγε. Έμεινα έτσι, στο δρόμο".
Κάπου το 1985, γνώρισε τον Βασίλη Μεσάδο από το CB ("γιατί τότε δεν υπήρχαν GPS και κάπως έπρεπε να συνεννοούμαστε, αφενός για την ασφάλεια μας -διότι οι εποχές ήταν δύσκολες-, αφετέρου για τους δρόμους της αχανούς Νέας Υόρκης. Η άλλη επιλογή ήταν... να ανοίγουμε 10 χάρτες, να δούμε τι γίνεται και πού πάμε"). "Μόλις είχε έλθει στην πόλη. Είχα που είχα δικό μου διαμέρισμα, του πρότεινα να γίνουμε συγκάτοικοι, δέχθηκε και κάπως έτσι ξεκίνησε αυτό που έγινε μια πραγματική φιλία" μαζί και μια πολυεπίπεδη συνεργασία. Προηγήθηκε μια κοινή εμπειρία, από αυτές που "δένουν" ή "διαλύουν" τους ανθρώπους. Για τους συγκεκριμένους ήταν η απαρχή μιας μεγαλειώδους πορείας.
Το 1991 λοιπόν, "ξεκινήσαμε με εννέα ταξί και πολλές φοβίες. Δεν ξέραμε αν θα επιβιώσουμε, αν θα αντέξουμε. Η ηλικία μας δεν μας βοηθούσε, ώστε να μας εμπιστευτεί ο κόσμος. Γενικά, υπήρχαν πολλά εμπόδια που έπρεπε να ξεπεράσουμε. Δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο να οδηγείς στη ζούγκλα της Νέας Υόρκης, να σε κυνηγούν διαρκώς οι τροχονόμοι, οι αστυνομικοί, οι επιβάτες, ο κόσμος όλος". Έκαναν ό,τι ήξεραν καλύτερα: δούλευαν από το πρωί μέχρι το βράδυ, μέχρι να σταθούν στα πόδια τους. Αν στάθηκαν;
Έκαναν λοιπόν, ένα καθιστικό πολυτελείας με κλιματισμό, με plasma τηλεοράσεις κρεμασμένες στους τοίχους, με ατομικές ντουζιέρες και με καρέκλες για μασάζ. "Ξεκίνησα και να πληρώνω ο ίδιος τους μηχανικούς, με τους οδηγούς να αγοράζουν μόνο τα ανταλλακτικά που χρειάζονταν. Κόψαμε δηλαδή, και ένα ακόμα έξοδο. Για αυτό οι εργαζόμενοι στην εταιρία μας λένε πως είμαστε οι καλύτεροι στη Νέα Υόρκη. Επειδή πάνω από όλα, ενδιαφερόμαστε για τον οδηγό".
σταμάτησε εκεί
Από την Ανδρονίκη Μπάκουλη
Ο Αντώνης Γεωργαντώνης - για τους Αμερικάνους Tony Georgiton - έχει συμπληρώσει (αισίως) τριάντα επτά χρόνια στην Αμερική. Εν αντιθέσει με κάποιους που έχουν συμπληρώσει... τρεις μήνες στην αλλοδαπή και έχουν ξεχάσει τα ελληνικά, εκείνος μιλά σαν να μην έχει ζήσει ποτέ οπουδήποτε αλλού. Όπως συμβαίνει συνήθως με τους μετανάστες, είναι εκείνοι που λατρεύουν περισσότερο τούτη τη χώρα και το διατυμπανίζουν σε κάθε ευκαιρία.
Χρειάστηκε να ξεκινήσει δυο φορές από το μηδέν, για να καταλήξει στο ότι ο καλύτερος τρόπος για να κάνεις κάτι, είναι να το κάνεις μόνος σου. Ή τουλάχιστον με κάποιον, με τον οποίον μοιράζεσαι τα ίδια όνειρα. Αυτός ήταν ο Βασίλης Μασέδος (Basil Massados) και από το 1985 μέχρι σήμερα έχουν καταφέρει να ζήσουν πολλά περισσότερα από όσα ονειρεύτηκαν. Πρωτίστως, γιατί ήξεραν σε τι να δώσουν σημασία: στον άνθρωπο.
Βρισκόμαστε στο 1982 και ο Αντώνης υποχρεώθηκε να ξεκινήσει από την αρχή. "Βρήκα δουλειά, ως οδηγός ταξί. Περνούσε ο καιρός και σκέφτηκα αφού πληρώνω που πληρώνω (έξοδα συντήρησης, ενοίκιο κλπ), δεν αγοράζω ένα; Η αλήθεια είναι πως το πλήρωσα ακριβά. Τότε, ένα ταξί κόστιζε κάπου στα 77.000 δολάρια και εγώ είχα δώσει 84.000 δολ. Αλλά έτσι είναι η ζωή. Ό,τι παίρνεις και πιστεύεις πως είναι ακριβό, κάποια χρόνια μετά βλέπεις ότι ήταν έως και φθηνή αγορά. Θα σου δώσω ένα ακόμα παράδειγμα: σπίτια στην Αστόρια, που κόστιζαν 200-300.000 δολ. το ένα, πριν δέκα χρόνια, τώρα κοστίζουν 1.7-1.8 έως και 1.9 εκατ. δολ. έκαστο". Έχει και ιδία άποψη, καθώς το 2013 πούλησε σε ποσό ρεκόρ για την περιοχή (3.1 εκατ. δολ.), ένα ρετιρέ 210 τετραγωνικών με βεράντα, σε συγκρότημα κατοικιών στο Queens.
"Ο Βασίλης ήταν τότε 19 χρόνων και δούλευε για έναν Έλληνα broker, ο οποίος ασχολείτο και με άδειες ταξί και μου είπε να πάω και εγώ. Κάναμε λοιπόν, μια συνεργασία και μας ενοικίασε δυο οχήματα. Εργαζόμασταν από τις 5 το απόγευμα έως τις 2 το πρωί, με εβδομαδιαίο έσοδο, 152 δολάρια. Τον βοηθήσαμε να αυξήσει το στόλο του από 20 σε 150 και ενώ μας είχε υποσχεθεί τα πάντα, τελικά βρεθήκαμε στο δρόμο.
Μας πέταξε σαν τα σκυλιά. Πώς είναι εκείνοι που τάζουν στην Παναγία πράγματα, σε περίπτωση που συμβεί κάτι και όταν αυτό γίνεται δεν περνούν ούτε απ' έξω από την εκκλησία; Έτσι. Ήξερε πως είμαστε φτωχαδάκια, πίστευε ότι τον είχαμε ανάγκη και δεν θα κάναμε τίποτα και μας εκμεταλλευόταν. Δεν τήρησε τις οικονομικές δεσμεύσεις. Εμείς ήμασταν μικροί, δεν ήμασταν πονηροί και τον πιστεύαμε. Ώσπου ο κόμπος έφτασε στο χτένι και φύγαμε. Η συμπεριφορά αυτού του τύπου ήταν η αιτία που αποφασίσαμε με τον Βασίλη να κάνουμε κάτι δικό μας".
Παρεμπιπτόντως, το karma αποδείχθηκε bitch και σε αυτήν την περίπτωση ("η εταιρία του τύπου μετά βίας υπάρχει, πια. Αλλά δεν κρατάμε κακία. Στη ζωή ό,τι δίνεις παίρνεις και είναι χρήσιμο πάντα να ξεχνάς όποιους δεν σου φέρθηκαν καλά. Αλλιώς σε... κρατά πίσω. Δεν σε αφήνει να προχωρήσεις").
Το 2008 εγκαινίασαν στο Long Island City (περιοχή γνωστή, για τα συνεργεία αυτοκινήτων) την έδρα τουQueens Medallion Brokerage (με πρόεδρο τον Basil Massados και αντιπρόεδρο τον Τony Georgiton). Όπου "medallion" είναι η ειδική πλακέτα, με συγκεκριμένο σειριακό αριθμό, που φέρουν τα ταξί της ίδιας εταιρίας.
Η αξία της το 2014 έπεσε μέσα σε ένα τετράμηνο, από 1.05 εκατ. δολ. σε 850.000 δολ. Όσο για τον σημερινό αριθμό ενοικιάσεων οχημάτων, αυτή τη στιγμή απασχολούν 2000 οδηγούς. Για την ιστορία, το ενοίκιο για κάθε εβδομάδα είναι 800 δολάρια, ενώ κάθε ταξί έχει από 2 έως 3 οδηγούς.
Εντός του κτιρίου, όλα έλαμπαν (και εξακολουθούν να λάμπουν) από καθαριότητα. Υπήρχε πλήρως εξοπλισμένο συνεργείο (για το εβδομαδιαίο σέρβις των οχημάτων), αλλά και πολλά περισσότερα. Όπως; "Όταν είσαι δέκα ώρες στους δρόμους δεν θες να φας ένα πιάτο φαγητό σαν άνθρωπος; Να ξεκουραστείς για λίγο; Να κάνεις ένα ντους; Επειδή είχαμε κάνει τη δουλειά, ξέραμε πολύ καλά τις συνθήκες και άρα τι θα χρειάζονταν οι οδηγοί που εργάζονταν για εμάς".
Μετά το κτίριο στο Long Island, ασχολήθηκαν με πάσης φύσεως ασφάλειες ("φέραμε τον Χρήστο Βουρνιά, να μας βοηθήσει, ο οποίος δούλευε επί χρόνια ως ασφαλιστής"), αγόρασαν πλυντήρια αυτοκινήτων, ενώ ενεπλάκησαν και με τα κτηματομεσιτικά.
Το 2012 άνοιξαν το Melrose Ballroom. "Ο Βασίλης , ο οποίος λατρεύει την ελληνική μουσική, μου είπε πως τον ενδιαφέρει να αποκτήσει ένα κλαμπ. Μου εξήγησε πως κάτι τέτοιο δεν υπήρχε και εγώ τι να κάνω; Φίλος μου είναι. Συνεργάτης μου είναι. Τον ακολούθησα! Όπως λέει τώρα, "από εκεί που δεν ήθελες, πλέον έχεις γίνει μπουζουκόβιος". Εγώ ροκάς ήμουν, αλλά όταν η μουσική είναι ωραία, όταν ακούγεται σωστά, δεν γίνεται να μην αρέσει".
Στο χώρο που αγόρασαν στην Αστόρια (και ξόδεψαν 10.000.000 δολ. για να το δουν να γίνεται όπως το ήθελαν, ικανό να φιλοξενήσει όλες τις εκδηλώσεις -από συναυλίες έως δεξιώσεις γάμων και bar mitzvah -εβραϊκή γιορτή ενηλικίωσης των αγοριών, στα 13 τους χρόνια) "ρίξαμε πολύ δουλειά και δείξαμε μεγάλο μεράκι, ώστε να είναι όλα τέλεια. Από την αισθητική έως τα φώτα και τον ήχο.
Η σκέψη του Βασίλη ήταν να δημιουργήσουμε κάτι που θα μπορούσε να φιλοξενήσει Έλληνες καλλιτέχνες". Στα χρόνια που είναι σε λειτουργία το Melrose, δεν υπάρχει Έλληνας που δεν έχει επισκεφτεί τη Νέα Υόρκη, για να τραγουδήσει εκεί. Η πιο πρόσφατη σειρά συναυλιών, αφορά τον Νίκο Βέρτη, ο οποίος ξεκίνησε στις 13 του μήνα και θα ολοκληρώσει στις 21/3.
Ο Αντώνης ασχολήθηκε και με κάτι ακόμα. "Είμαστε βάζελοι, τι να κάνουμε; Ήμουν από μικρός, απ' όταν με πήγαινε ο πατέρας μου στο γήπεδο και μετά πήγαινα εγώ τον αδελφό μου. Στη Νέα Υόρκη δεν άλλαξε κάτι. Ιδρύσαμε πριν επτά χρόνια σύνδεσμο (τον "Πανάθα USA") και έγινα πρόεδρος. Έχω γνωρίσει πολλές μεγάλες προσωπικότητες, μέσω του συνδέσμου, όπως η σημαία του Παναθηναϊκού, ο Γιώργος Καραγκούνης. Επίσης, είμαστε δίπλα στην Εθνική, όποτε έρχεται, να τους βοηθήσουμε με ό,τι χρειάζονται".Θέλησε μάλιστα, να καταθέσει την άποψη του για όσα δεινά περνά ο ελληνικός αθλητισμός, εξηγώντας ότι "ήμουν πριν δυο μήνες στην Ελλάδα και παρακολούθησα δυο ματς. Θέλω να σου πω τη γνώμη μου για όλους όσοι δημιουργούν τα επεισόδια.
Δεν αφήνουν τον κόσμο να δει ωραίο ποδόσφαιρο και λέγοντας "ωραίο", δεν εννοώ υπερθέαμα, αλλά να μπορείς να πας στο γήπεδο με την οικογένεια σου και να μη φοβάσαι. Η δουλειά του προέδρου είναι να σκέφτεται μόνο πώς θα κάνει την ομάδα του καλύτερη. Πώς θα αγοράσει τους καλύτερους δυνατούς αθλητές. Με τα "στημένα" τα έχασαν όλα. Θυμάμαι πως όταν ήμουν 10 χρόνων, δεν βρίσκαμε εισιτήρια. Πλέον, πας μισή ώρα πριν την έναρξη και βρίσκεις ό,τι θες. Δεν υπάρχουν φίλαθλοι. Δεν βλέπουν τον αθλητισμό, ως διασκέδαση. Ως γιορτή. Μόνο ως τραμπουκισμό".
Οι δεσμοί με την Ελλάδα συντηρούνται κάθε καλοκαίρι, οπότε πηγαίνει στη Μύκονο. "Αυτή είναι η πατρίδα της μητέρας μου και κάθε καλοκαίρι είμαι εκεί. Μάλιστα, φέτος σκέφτομαι να κάνω κάτι στο νησί μου, με τη βοήθεια φίλων που έχουν εστιατόρια στη Νέα Υόρκη. Έχουμε μια ιδέα. Ξέρεις, έπειτα από κάποια ηλικία σκέφτεσαι πώς θα επιστρέψεις στον τόπο σου". Ακόμα και αν είναι όπως είναι η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια; "Για αρχή θα περνώ έξι μήνες εκεί, έξι στη Νέα Υόρκη. Μετά, βλέπουμε. Σκέφτεσαι πως υπάρχει κάτι καλύτερο από το μοιράζεις το χρόνο στη Μύκονο και τη Νέα Υόρκη;". Ποια ήταν η ερώτηση;
ΠΗΓΗ: http://news247.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψε την άποψή σου...